- τρίχα
- θρίξhairfem acc sgτρίχαin three partsindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
τρίχα — η 1. το κεράτινο νημάτιο που φυτρώνει στο δέρμα ζώων και ανθρώπων: Η τρίχα του κεφαλιού του είναι πυκνή. – Η τρίχα της αλεπούς είναι μαλακή. 2. πληθ., τρίχες, οι ανοησίες, σαχλαμάρες, φρέσκος αέρας: Όσα είπες είναι τρίχες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριχά — τριχάς the song thrush fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τρίχαλον — τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three masc/fem acc sg τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχάικας — τριχά̱ϊ̱κας , τριχάικες the threefold people masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχάικες — τριχά̱ϊ̱κες , τριχάικες the threefold people masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλότριχα — η, Ν 1. τρίχα σκύλου 2. κάθε τρίχα που μοιάζει με τρίχα σκύλου … Dictionary of Greek
τριχάϊκες — οἱ, Α (ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< *τριχα Fικ… … Dictionary of Greek
ίονθος — ἴονθος, ὁ (Α) 1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν» 3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού … Dictionary of Greek